- φιλήδονον
- φιλήδονοςfond of pleasuremasc/fem acc sgφιλήδονοςfond of pleasureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλήδονος — η, ο / φιλήδονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ԲԱՐՍԳԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 468 Chronological Sequence: Unknown date գ. որպէս յն. Հեշտասիրութիւն. τὸ φιληδόνον amor voluptatis թերեւս իբր պ. պէրչ, փէրս որ է ցանկութիւն, բղջախոհութիւն, պիղծք. *Մի՛ բարսգիտութեան զհետ լինիցիս. Կոչ. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)